- λιβανοκᾱΐα
- λιβανο-κᾱΐα, ἡ, das Weihrauchanzünden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιβανοκαΐα — λιβανοκαΐα, ἡ (Α) το κάψιμο λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + καΐα (< καής< καίω), πρβλ. ηλιο καΐα, λυχνο καΐα] … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek